μονοαμίνη

μονοαμίνη
η
βιολ. οργανική χημική ουσία που έχει μία μόνο αμινική ομάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μονοαμινεργικός — ή, ό βιολ. όρος ο οποίος αναφέρεται σε έναν νευρώνα ή σε ένα σύνολο νευρώνων που χρησιμοποιούν τη μονοαμίνη ως νευροδιαβιβαστή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”